- χρυσωρυχείο
- το / χρυσωρυχεῑον, ΝΜΑ [χρυσωρύχος]ορυχείο χρυσούνεοελλ.μτφ. πηγή άφθονου πλούτου («η δουλειά αυτή είναι σωστό χρυσωρυχείο»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσωρυχείο — το μεταλλείο χρυσού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
χρυσείον — και δ. γρφ. χρυσέον, τὸ, Α 1. εργαστήριο χρυσοχόου 2. χρυσωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. εῖον (πρβλ. μαντ εῖον)] … Dictionary of Greek
χρυσωρύχιον — τὸ, Α [χρυσωρύχος] το χρυσωρυχείο … Dictionary of Greek
χρυσωρύχος — ο, ΝΜΑ άτομο που σκάβει τη γη ή ανασκαλεύει την άμμο για να βρει χρυσό νεοελλ. μσν. εργάτης σε χρυσωρυχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
ορυχείο — το μέρος που σκάβεται συστηματικά για την εξαγωγή ορυκτών: Ορυχείο λιγνίτη (ή λιγνιτωρυχείο), χρυσού (χρυσωρυχείο) κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)